λογαριάζω

λογαριάζω
1. μετ.
1) считать, подсчитывать, вычислять; 2) торг, калькулировать; 3) считаться (с кем-чем-л.); принимать в расчёт, во внимание (кого-что-л.);

δεν λογαριάζω τίποτε — не считаться ни с чем;

δεν λογαριάζω κανένα — не считаться ни с кем;

εσένα κανένας δε σε λογαριάζει — никто тебя не уважает; — никто с тобой не считается;

2. αμετ. думать, намереваться, рассчитывать;

§ λογαριάζω με το νού μου — раскидывать умом, размытлять;

λογαριάζομαι

1) — производить расчёт; — рассчитаться, расквитаться (тж. перен. );

θα λογαριαστούμε μιά μέρα когда-нибудь рассчитаемся;
2) числиться, считаться, слыть (кем-чём-л.); 3) пользоваться уважением, авторитетом;

§ αυτό δεν λογαριάζεται — это не в счёт, это не считается


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λογαριάζω" в других словарях:

  • λογαριάζω — calculate pres subj act 1st sg λογαριάζω calculate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογαριάζω — λογαριάζω, λογάριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λογαριάζω — (AM λογαριάζω) [λογάρι] υπολογίζω, αριθμώ, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις (α. «λογάριασα τα έξοδα τού μήνα» β. «λογαριάζω τις μέρες τής άδειάς μου») νεοελλ. 1. περιλαμβάνω κάτι σε κάποιο λογαριασμό, συνυπολογίζω («λογάριασες και τα έξοδα τού… …   Dictionary of Greek

  • λογαριάζω — λογάριασα, λογαριάστηκα, λογαριασμένος 1. μτβ., αριθμώ, μετρώ, υπολογίζω: Λογάριασε τα έξοδα ταξιδιού. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό, συνυπολογίζω: Λογάριασες στην τιμή και το φόρο; 3. αμτβ., σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω: Λογαριάζω να περάσω τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογαριάζετε — λογαριάζω calculate pres imperat act 2nd pl λογαριάζω calculate pres ind act 2nd pl λογαριάζω calculate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογαριάσω — λογαριάζω calculate aor subj act 1st sg λογαριάζω calculate fut ind act 1st sg λογαριάζω calculate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογαριάζει — λογαριάζω calculate pres ind mp 2nd sg λογαριάζω calculate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλολογαριάζω — λογαριάζω καλά, εκτιμώ κάτι ορθά, εκτιμώ με επιτυχία …   Dictionary of Greek

  • λογαριασθῆναι — λογαριάζω calculate aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογαριάζειν — λογαριάζω calculate pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογαριάζηται — λογαριάζω calculate pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»